λογοδοσμένος

λογοδοσμένος
-η, -ο
βλ. λογοδίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λογοδοσμένος — η, ο αρραβωνιασμένος με λόγο, όχι επίσημα: Ήταν λογοδοσμένος τρία χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοδίνομαι — 1. επισημοποιώ τον δεσμό μου, αρραβωνιάζομαι 2. (μτχ. παρακμ.) λογοδοσμένος, η, ο αρραβωνιασμένος …   Dictionary of Greek

  • λογοδίνομαι — λογοδόθηκα, λογοδοσμένος, αρραβωνιάζομαι δίνοντας λόγο, ανεπίσημα: Λογοδόθηκαν πριν από τα Χριστούγεννα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”